παρευρεσις

παρευρεσις
    παρεύρεσις
    παρ-εύρεσις
    -εως ἥ (благовидный) предлог, отговорка Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παρευρεσις" в других словарях:

  • παρεύρεσις — pretext fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρευρέσει — παρεύρεσις pretext fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρευρέσεϊ , παρεύρεσις pretext fem dat sg (epic) παρεύρεσις pretext fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρευρέσεις — παρεύρεσις pretext fem nom/voc pl (attic epic) παρεύρεσις pretext fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεύρεσιν — παρεύρεσις pretext fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεύρεση — η / παρεύρεσις, έσεως, και παρεύρησις, ήσεως, ΝΑ [παρευρίσκω] νεοελλ. το να βρίσκεται κανείς κάπου, η παρουσία αρχ. 1. επινόηση ψευδούς δικαιολογίας, πρόφαση, πρόσχημα 2. απάτη, ψευτιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»